- τεφρακός
- τεφρ-ᾰκός, ή, όν,A made from ashes, of eye-salves,
τὰ σποδιακὰ καὶ τὰ τ. καλούμενα Aët.7.105
(s. v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ σποδιακὰ καὶ τὰ τ. καλούμενα Aët.7.105
(s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεφρακός — ή, όν, Α (για φάρμακο που χρησιμοποιούσαν για τους οφθαλμούς) κατασκευασμένο από τέφρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + επίθημα ακός (πρβλ. μαλθ ακός)] … Dictionary of Greek
τεφρακά — τεφρακός made from ashes neut nom/voc/acc pl τεφρακά̱ , τεφρακός made from ashes fem nom/voc/acc dual τεφρακά̱ , τεφρακός made from ashes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)